- εύμολπος
- ος , ον уст.1) мелодичный, нежный; 2) хорошо поющий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Εὔμολπος — sweetly singing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμολπος — sweetly singing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύμολπος — Μυθολογικό πρόσωπο. Θεωρείται ο ιδρυτής των Ελευσίνιων μυστηρίων. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Χιόνη, κόρη του Βορέα, θεού του ομώνυμου ανέμου, απέκτησε από τον Ποσειδώνα τον Ε. Επειδή όμως φοβήθηκε να το αποκαλύψει στον πατέρα της, πέταξε το παιδί … Dictionary of Greek
εὔμολπον — εὔμολπος sweetly singing masc/fem acc sg εὔμολπος sweetly singing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Евмолп — (Εΰμολπος) элевзинский герой из мифического народа фракийцев (которых надо отличать от фракийцев исторических), воин, певец и жрец Деметры. Е. считался сыном Диониса и Хионы, дочери Борея, основателем елевзинских таинств (см.), вместе с дочерьми… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Εὐμόλποιο — Εὔμολπος sweetly singing masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμόλποιο — εὔμολπος sweetly singing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμόλποις — Εὔμολπος sweetly singing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμόλποις — εὔμολπος sweetly singing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐμόλπου — Εὔμολπος sweetly singing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμόλπου — εὔμολπος sweetly singing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)